αρμυρήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμυρήθρα οι αρμυρήθρες
      γενική της αρμυρήθρας
    αιτιατική την αρμυρήθρα τις αρμυρήθρες
     κλητική αρμυρήθρα αρμυρήθρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρμυρήθρα < αρμυρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρμυρήθρα θηλυκό

  • φυτό ποώδες που φυτρώνει σε παραθαλάσσια μέρη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]