αρπακτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρπακτικότητα < αρπακτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρπακτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα τού αρπακτικού
αρπακτικότητα θηλυκό