αρρυθμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρρυθμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρρυθμία θηλυκό
- η έλλειψη ρυθμού, η ασυμμετρία
- (ιατρική) διαταραχή τού κανονικού ρυθμού τής καρδιάς