αρτεργάτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρτεργάτρια < αρτεργάτης + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρτεργάτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αρτεργάτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρτεργάτρια
|