ασπράδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασπράδα | οι | ασπράδες |
γενική | της | ασπράδας | των | ασπράδων |
αιτιατική | την | ασπράδα | τις | ασπράδες |
κλητική | ασπράδα | ασπράδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπράδα < μεσαιωνική ελληνική ασπράδα < άσπρ(ος) + -άδα [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασπράδα θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπράδα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ασπράδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας