αστραποβρόντι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αστραποβρόντι | τα | αστραποβρόντια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αστραποβρόντι | τα | αστραποβρόντια |
κλητική | αστραποβρόντι | αστραποβρόντια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστραποβρόντι < αστραπόβροντο + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστραποβρόντι ουδέτερο
- (προφορικό) άλλη μορφή του αστραπόβροντο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστραποβρόντι
|