ασφυγμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασφυγμία οι ασφυγμίες
      γενική της ασφυγμίας των ασφυγμιών
    αιτιατική την ασφυγμία τις ασφυγμίες
     κλητική ασφυγμία ασφυγμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασφυγμία < α- στερητ. + σφυγμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασφυγμία θηλυκό

  • (ιατρ.) έλλειψη σφυγμών
    μόλις αντιλήφθηκαν την ασφυγμία τού ασθενούς, οι γιατροί άρχισαν την τεχνητή αναπνοή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]