ασφυγμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασφυγμία θηλυκό
- (ιατρ.) έλλειψη σφυγμών
- μόλις αντιλήφθηκαν την ασφυγμία τού ασθενούς, οι γιατροί άρχισαν την τεχνητή αναπνοή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφυγμία
|