αφάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφάλι τα αφάλια
      γενική του αφαλιού των αφαλιών
    αιτιατική το αφάλι τα αφάλια
     κλητική αφάλι αφάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφάλι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφάλι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) ομφαλός, ομφάλιος λώρος
    Θα μ' λυθεί τ' αφάλι. (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]