βαλμαδιό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλμαδιό τα βαλμαδιά
      γενική του βαλμαδιού των βαλμαδιών
    αιτιατική το βαλμαδιό τα βαλμαδιά
     κλητική βαλμαδιό βαλμαδιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλμαδιό < βαλμάς + -ιό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλμαδιό ουδέτερο

  • (δημοτική) βουστάσιο
    ※  Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα. Όταν την ηρώτα εσήκωνε τους ώμους ψυχρώς, ως να επρόκειτο περί της κούκλας της και διά ν' απαλλαγή αυτής έλεγε πότε ότι ο Γιάννος επήγεν εις το σχολείον, πότε εις το βαλμαδιό να ίδη πως ήμελγον τας δαμάλεις και πότε εις το περιβόλι της βασιλοπούλας να κόψη χρυσόμηλα.
    Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Γιάννος και Μάρω», Διηγήματα (1892).

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]