βαμβακίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακίαση οι βαμβακιάσεις
      γενική της βαμβακίασης* των βαμβακιάσεων
    αιτιατική τη βαμβακίαση τις βαμβακιάσεις
     κλητική βαμβακίαση βαμβακιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαμβακιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαμβακίαση < βαμβακ- + -ίαση
πεύκο με βαμβακίαση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαμβακίαση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]