βαμβακίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακίαση οι βαμβακιάσεις
      γενική της βαμβακίασης* των βαμβακιάσεων
    αιτιατική τη βαμβακίαση τις βαμβακιάσεις
     κλητική βαμβακίαση βαμβακιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαμβακιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαμβακίαση < βαμβακ- + -ίαση
πεύκο με βαμβακίαση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαμβακίαση θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]