βαμβακάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαμβακάδα αρσενικό
- συνώνυμο του βαμβακίαση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βαμβάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαμβακάδα
|