βαρδάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρδάρης < Βαρδάρης (ο ποταμός Αξιός) < σλαβικής προέλευσης Vardar
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρδάρης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρδάρης
|