βητάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βητάς οι βητάδες
      γενική του βητά των βητάδων
    αιτιατική τον βητά τους βητάδες
     κλητική βητά βητάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βητάς < (αργκό) γράμμα βήτα + ς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βητάς αρσενικό

  1. (οικείο) μαθητής στρατιωτικής σχολής που έχει διακριτικό βαθμό βήτα
  2. ο αρχιφύλακας μη ανακριτικός υπάλληλος (ΜΑΥ) της Ελληνικής Αστυνομίας, επιλεγόμενος και «αρχιφύλακας β΄»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]