βητάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βητάς | οι | βητάδες |
γενική | του | βητά | των | βητάδων |
αιτιατική | τον | βητά | τους | βητάδες |
κλητική | βητά | βητάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βητάς αρσενικό
- (οικείο) μαθητής στρατιωτικής σχολής που έχει διακριτικό βαθμό βήτα
- ο αρχιφύλακας μη ανακριτικός υπάλληλος (ΜΑΥ) της Ελληνικής Αστυνομίας, επιλεγόμενος και «αρχιφύλακας β΄»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βητάς
|