Μετάβαση στο περιεχόμενο

βιοαιθανόλη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοαιθανόλη οι βιοαιθανόλες
      γενική της βιοαιθανόλης των βιοαιθανολών
    αιτιατική τη βιοαιθανόλη τις βιοαιθανόλες
     κλητική βιοαιθανόλη βιοαιθανόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιοαιθανόλη < βιο- + αιθανόλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιοαιθανόλη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]