βλυσίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλυσίδι | τα | βλυσίδια |
γενική | του | βλυσιδιού | των | βλυσιδιών |
αιτιατική | το | βλυσίδι | τα | βλυσίδια |
κλητική | βλυσίδι | βλυσίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλυσίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλυσίδι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η χρηματική ενίσχυση - επένδυση που κατέβαλε κάθε μέλος του πληρώματος εμπορικού πλοίου, από τα κέρδη του, ανά επόμενο ταξίδι, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλυσίδι
|