βουνοκορυφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουνοκορυφή θηλυκό
- (γεωγραφία) λογιότερη μορφή του βουνοκορφή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουνοκορυφή
|