βώκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βώκος, βῶκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βώκος οι βώκοι
      γενική του βώκου των βώκων
    αιτιατική τον βώκο τους βώκους
     κλητική βώκο
& βώκε
βώκοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βώκος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βώκος αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]