βώλους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βώλους < αρχαία ελληνική βῶλος (χωμάτινος σβώλος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvo.lus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βώ‐λους

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βώλους αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 81.


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βώλους αρσενικό