γαλοτύρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαλοτύρι | τα | γαλοτύρια |
γενική | του | γαλοτυριού | των | γαλοτυριών |
αιτιατική | το | γαλοτύρι | τα | γαλοτύρια |
κλητική | γαλοτύρι | γαλοτύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλοτύρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλοτύρι ουδέτερο
- (τυρί) είδος τυροκομικού προϊόντος που παρασκευάζεται χωρίς μαγιά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γαλοτύρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλοτύρι
|