γαστριμαργία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαστριμαργία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαστριμαργία < αρχαία ελληνική γαστρίμαργος < αρχαία ελληνική γαστήρ + μάργος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαστριμαργία θηλυκό
- (λόγιο) η τάση για κατανάλωση μεγαλύτερης ποσότητας εκλεκτού φαγητού ή ποτού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαστριμαργία
|
Πηγές
[επεξεργασία]- γαστριμαργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γαστριμαργία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γαστρῐμαργία- | |||||
ονομαστική | ἡ | γαστριμαργίᾱ | αἱ | γαστριμαργίαι | |
γενική | τῆς | γαστριμαργίᾱς | τῶν | γαστριμαργιῶν | |
δοτική | τῇ | γαστριμαργίᾳ | ταῖς | γαστριμαργίαις | |
αιτιατική | τὴν | γαστριμαργίᾱν | τὰς | γαστριμαργίᾱς | |
κλητική ὦ! | γαστριμαργίᾱ | γαστριμαργίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαστριμαργίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γαστριμαργίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαστριμαργία < γαστρίμαργ(ος) + -ία < γαστήρ + μάργος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαστριμαργία, -ας θηλυκό
- αδηφαγία, λαιμαργία
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαίδων, 81e (81e-82a) @scaife.perseus
- οἷον τοὺς μὲν γαστριμαργίας τε καὶ ὕβρεις καὶ φιλοποσίας μεμελετηκότας καὶ μὴ διηυλαβημένους εἰς τὰ τῶν ὄνων γένη καὶ τῶν τοιούτων θηρίων εἰκὸς ἐνδύεσθαι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Εὐδήμεια, 3.2, 1231a, @scaife.perseus
- οἰνοφλυγία γὰρ καὶ γαστριμαργία καὶ λαγνεία καὶ ὀψοφαγία καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα περὶ τὰς εἰρημένας ἐστὶν αἰσθήσεις, εἰς ἅπερ μόρια ἡ ἀκολασία διαιρεῖται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαίδων, 81e (81e-82a) @scaife.perseus
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- γαστριμάργα
- γαστριμαργέω
- γαστριμαργικός
- γαστρίμαργος
- → και δείτε τις λέξεις γαστήρ και μάργος
Πηγές
[επεξεργασία]- γαστριμαργία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γαστριμαργία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)