γαστριμαργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαστριμαργία < αρχαία ελληνική γαστριμαργία < γαστρίμαργος < γαστήρ + μάργος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαστριμαργία θηλυκό
- η κατανάλωση μεγαλύτερης ποσότητας φαγητού ή ποτού από όση είναι απαραίτητη για την επιβίωσή μας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαστριμαργία
|