Μετάβαση στο περιεχόμενο

γαστριμαργία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστριμαργία οι γαστριμαργίες
      γενική της γαστριμαργίας των γαστριμαργιών
    αιτιατική τη γαστριμαργία τις γαστριμαργίες
     κλητική γαστριμαργία γαστριμαργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαστριμαργία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαστριμαργία < αρχαία ελληνική γαστρίμαργος < αρχαία ελληνική γαστήρ + μάργος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαστριμαργία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γαστρῐμαργία-
ονομαστική γαστριμαργί αἱ γαστριμαργίαι
      γενική τῆς γαστριμαργίᾱς τῶν γαστριμαργιῶν
      δοτική τῇ γαστριμαργί ταῖς γαστριμαργίαις
    αιτιατική τὴν γαστριμαργίᾱν τὰς γαστριμαργίᾱς
     κλητική ! γαστριμαργί γαστριμαργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γαστριμαργί
γεν-δοτ τοῖν  γαστριμαργίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαστριμαργία < γαστρίμαργ(ος) + -ία < γαστήρ + μάργος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαστριμαργία, -ας θηλυκό

  • αδηφαγία, λαιμαργία
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Φαίδων, 81e (81e-82a) @scaife.perseus
    οἷον τοὺς μὲν γαστριμαργίας τε καὶ ὕβρεις καὶ φιλοποσίας μεμελετηκότας καὶ μὴ διηυλαβημένους εἰς τὰ τῶν ὄνων γένη καὶ τῶν τοιούτων θηρίων εἰκὸς ἐνδύεσθαι.
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Εὐδήμεια, 3.2, 1231a, @scaife.perseus
    οἰνοφλυγία γὰρ καὶ γαστριμαργία καὶ λαγνεία καὶ ὀψοφαγία καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα περὶ τὰς εἰρημένας ἐστὶν αἰσθήσεις, εἰς ἅπερ μόρια ἡ ἀκολασία διαιρεῖται.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]