γαστροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαστροσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): ειδική συσκευή, - ενδοσκόπιο -, με την οποία επιχειρείται η γαστροσκόπηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαστροσκόπιο
|