γιάντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιάντες < (άμεσο δάνειο) τουρκική yâdes[1] (< yâd (θύμηση), yâd etmek (θυμάμαι)[2]) < περσική ياد است (yād ast) < ياد (yād, θύμηση) + است (ast, είναι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝa(n).des/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιά‐ντες
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιάντες ουδέτερο άκλιτο
- παιχνίδι μνήμης, στο οποίο χάνει ο παίκτης που παίρνει στα χέρια του ένα αντικείμενο από ένα συμπαίκτη του, χωρίς να πεί κάποια προκαθορισμένη φράση, όπως «το ξέρω» ή «το θυμάμαι» και ο νικητής κάνει γιάντες
- το διχαλωτό κόκκαλο του στέρνου της κότας, που αποτελεί παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες τραβούν από ένα σκέλος και κερδίζει αυτός που θα μείνει με το μεγαλύτερο κομμάτι στο χέρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γιάντες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)