γλάκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλάκιο τα γλάκια
      γενική του γλάκιου των γλάκιων
    αιτιατική το γλάκιο τα γλάκια
     κλητική γλάκιο γλάκια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλάκιο < γλακώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλάκιο ουδέτερο

※  Στο βίτσιμα 'πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ' αγρίμια (Δημοτικό τραγούδι: ο θάνατος του Διγενή)

Συνώνυμα[επεξεργασία]