γλίσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλίσα οι γλίσες
      γενική της γλίσας των (γλισών)
    αιτιατική τη γλίσα τις γλίσες
     κλητική γλίσα γλίσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλίσα < γλί(τ)σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλίσα θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 440.