γογγυτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γογγυτό | τα | γογγυτά |
γενική | του | γογγυτού | των | γογγυτών |
αιτιατική | το | γογγυτό | τα | γογγυτά |
κλητική | γογγυτό | γογγυτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γογγυτό < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) γογγύζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γογγυτό ουδέτερο (και γογγητό κατά το βογκητό ως προερχόμενο από το μεσαιωνικό ρήμα γογγῶ και όχι το ελληνιστικό γογγύζω)
- ο γογγυσμός, το παράπονο, το βογκητό, ο βαθύς στεναγμός από ηδονή ή πόνο, η άναρθρη φωνή
- ο ρόχθος, η βοή της θάλασσας, των κυμάτων, του ανέμου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- γογγυσμός
- βογκητό από το παράλληλο κατά το μεσαίωνα και ομόρριζο ρήμα βογκώ - βογκίζω που επικράτρησε να γράφεται με γκ ενώ η ρίζα του ήταν γγ