γωνιόμετρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γωνιόμετροα | τὰ | γωνιομετρόατα | ||||
γενική | τοῦ | γωνιομετρόατος | τῶν | γωνιομετροάτων | ||||
δοτική | τῷ | γωνιομετρόατι | τοῖς | γωνιομετρόασι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | γωνιόμετροα | τὰ | γωνιομετρόατα | ||||
κλητική ὦ! | γωνιόμετροα | γωνιομετρόατα | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- 'γωνιόμετρον: → δείτε τη λέξη γωνιόμετρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γωνιόμετρον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το γωνιόμετρο