δαημοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαημοσύνη οι δαημοσύνες
      γενική της δαημοσύνης των δαημοσυνών
    αιτιατική τη δαημοσύνη τις δαημοσύνες
     κλητική δαημοσύνη δαημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαημοσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαημοσύνη θηλυκό

  • αρτιότητα γνώσεων, επιδεξιότητα και γνώση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]