δείκτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δείκτρια < δείκ(της) + -τρια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική indicator function
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δείκτρια θηλυκό
- (μαθηματικά) συνάρτηση ενός υποσυνόλου Α που ανήκει σ’ έναν δειγματοχώρο Χ ως εξής:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δείκτρια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)