δεκαπενταριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεκαπενταριά | οι | δεκαπενταριές |
γενική | της | δεκαπενταριάς | των | δεκαπενταριών |
αιτιατική | τη | δεκαπενταριά | τις | δεκαπενταριές |
κλητική | δεκαπενταριά | δεκαπενταριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκαπενταριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεκαπενταριά θηλυκό
- ποσότητα (περίπου) δεκαπέντε στοιχείων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δεκαπενταριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)