δεκατέσσερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεκατέσσερα < ελληνιστική κοινή δεκατέσσαρες
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δεκατέσσερα ουδέτερο, δεκατέσσερις αρσενικό ή θηλυκό, γενική: δεκατεσσάρων
- απόλυτο αριθμητικό επίθετο (14)· έπεται του δεκατρία (13) και προηγείται του δεκαπέντε (15)· με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται ιδ΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XIV
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεκατέσσερα ουδέτερο άκλιτο
- σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 14
- (στον πληθυντικό) για να δηλωθεί ηλικία
- στα δεκατέσσερά του πήρε μέρος στους πανελλήνιους αγώνες