δεκτικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δεκτικότης | αἱ | δεκτικότητες | ||||
γενική | τῆς | δεκτικότητος | τῶν | δεκτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | δεκτικότητι | ταῖς | δεκτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δεκτικότητα | τὰς | δεκτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | δεκτικότης | δεκτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεκτικότης θηλυκό