δερματῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δερματῖτις | αἱ | δερματίτιδες | ||||
γενική | τῆς | δερματίτιδος | τῶν | δερματιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | δερματίτιδι | ταῖς | δερματίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δερματῖτιν | τὰς | δερματίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | δερματῖτι | δερματίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δερματῖτις θηλυκό