διαδότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαδότης οι διαδότες
      γενική του διαδότη των διαδοτών
    αιτιατική τον διαδότη τους διαδότες
     κλητική διαδότη διαδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαδότης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαδότης αρσενικό

  1. αυτός που διαδίδει
  2. (φυσική) σωματίδιο
  3. λασπολόγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]