διαολιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαολιά | οι | διαολιές |
γενική | της | διαολιάς | των | διαολιών |
αιτιατική | τη | διαολιά | τις | διαολιές |
κλητική | διαολιά | διαολιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαολιά θηλυκό
- η διαβολιά