διασκεδάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασκεδάστρια < διασκεδαστής + -τρια < διασκεδάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασκεδάστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του διασκεδαστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασκεδάστρια
|