διασώστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασώστης οι διασώστες
      γενική του διασώστη των διασωστών
    αιτιατική τον διασώστη τους διασώστες
     κλητική διασώστη διασώστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διασώστης < διασώζω
Διασώστης σε επιχείρηση εντοπισμού σεισμόπληκτων.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διασώστης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]