διατοίχισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διατοίχισμα < διατοιχίζω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διατοίχισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διατοιχίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διατοίχισμα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- διατοίχισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)