δικιολογιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δικιολογιά | οι | δικιολογιές |
γενική | της | δικιολογιάς | των | δικιολογιών |
αιτιατική | τη | δικιολογιά | τις | δικιολογιές |
κλητική | δικιολογιά | δικιολογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικιολογιά < ίσως από το δικολογιά, όλοι οι δικοί μας, το δικολόι, το σόϊ μας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικιολογιά θηλυκό
- (Κρητική διάλεκτος) σόι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Κρητική διάλεκτος