διοριστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διοριστήριο τα διοριστήρια
      γενική του διοριστήριου των διοριστήριων
    αιτιατική το διοριστήριο τα διοριστήρια
     κλητική διοριστήριο διοριστήρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διοριστήριο < ουδέτερο του διοριστήριος < διορίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διοριστήριο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]