διοριστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διοριστήριο < ουδέτερο του διοριστήριος < διορίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διοριστήριο ουδέτερο
- έγγραφο με το οποίο τελείται επισήμως ο διορισμός
- Ο νεοπροσληφθείς εκπαιδευτικός θα πρέπει να πάρει το διοριστήριο από τη στιγμή που θα αναλάβει καθήκοντα στο σχολείο. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διοριστήριο
|