διχογνωμοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διχογνωμοσύνη < ελληνιστική κοινή διχογνωμοσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διχογνωμοσύνη θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του διχογνωμία[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διχογνωμοσύνη
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: διχογνωμία