δολίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δολίνα | οι | δολίνες |
γενική | της | δολίνας | των | δολινών |
αιτιατική | τη | δολίνα | τις | δολίνες |
κλητική | δολίνα | δολίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δολίνα < σλαβικής προέλευσης долина / dolina < дол (μικρή κοιλάδα) (< πρωτοσλαβική *dolъ- (κοιλάδα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰol-) + -ина (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δολίνα<ref> θηλυκό
- (γεωλογία) άλλη μορφή του δολίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δολίνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)