δρογοεμπορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρογοεμπορία θηλυκό
- (λόγιο, παρωχημένο) τα παραγωγικά δεδομένα και η εμπορική σημασία μίας δρόγης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρογοεμπορία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Σκεύος Μ. Φιλιάνος, Συμβολή εις την φαρμακογνωσίαν των Ελλεβόρων (Helleborus cyclophyllus Boiss) [«Διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ»] (Αθήνα: Εργαστήριον Φαρμακογνωσίας του ΕΚΠΑ, 1967), σσ. 17 και 18.