εβδομηντάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εβδομηντάρα | οι | εβδομηντάρες |
γενική | της | εβδομηντάρας | — | |
αιτιατική | την | εβδομηντάρα | τις | εβδομηντάρες |
κλητική | εβδομηντάρα | εβδομηντάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εβδομηντάρα < θηλυκό του εβδομηντάρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εβδομηντάρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εβδομηντάρα
|