εικοσάδραχμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικοσάδραχμο τα εικοσάδραχμα
      γενική του εικοσάδραχμου των εικοσάδραχμων
    αιτιατική το εικοσάδραχμο τα εικοσάδραχμα
     κλητική εικοσάδραχμο εικοσάδραχμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικοσάδραχμο < εικοσά(δα) + -δραχμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: χάρτινο εικοσάδραχμο τυπωμένο το 1926
μεταλλικό εικοσάδραχμο (1990)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εικοσάδραχμο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]