εκμυζητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκμυζητής θηλυκό
- (λόγιο) ο απομυζητήρας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εκμυζώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκμυζητής
|