εκρηκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκρηκτικότητα < εκρηκτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκρηκτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος εκρηκτικός, η ιδιότητα του εκρηκτικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκρηκτικότητα