εκτοκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκτοκίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκτοκίζω < ελληνιστική κοινή ἐκτοκίζω < αρχαία ελληνική τόκος < τίκτω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκτοκίζω (παθητική φωνή: εκτοκίζομαι)

  1. (οικονομία) (σπάνιο) άλλη μορφή του τοκίζω, δανείζω, επιδιώκοντας ή απαιτώντας τόκο
  2. (οικονομία) (σπάνιο) δημιουργώ τόκο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]