εκφασισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκφασισμός αρσενικό
- η επικράτηση πρακτικών ή αντιλήψεων που παραπέμπουν στον φασισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφασισμός