εναντιοδρομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναντιοδρομία < ελληνιστική κοινή ἐναντιοδρομία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εναντιοδρομία θηλυκό (λόγιο)
- η ενέργεια του εναντιοδρομώ
- ※ Η ΕΝΑΝΤΙΟΔΡΟΜΙΑ, για μεγάλη ορχήστρα (με ηλεκτρονική ενίσχυση στο πιάνο κασι τα κρουστά), αποτελεί το τελευταίο, ουσιαστικώς, ολοκληρωμένο έργο του Γιάννη Χρήστου […] Η λέξη «εναντιοδρομία», που χρησιμοποιείται ως τίτλος του έργου, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, σημαίνει τις αντιθετικές ατραπούς και ροές που είναι ταυτόσημες: αντίθεση και σύνθεση γίνονται ένα
- Σταύρος Χουλιαράς, Το μουσικό σημειογραφικό σύστημα του Γιάννη Χρήστου στα έργα της τελευταίας του δημιουργικής περιόδου (1965-1970) (διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών - Τμήμα Μουσικών Σπουδών, 2009, σ. 232.
- ※ Μία Αντιγόνη στο διάμεσο του ελληνικού και γερμανικού πνεύματος, ως «εναντιοδρομία λόγου που αντιμάχεται τον λόγο», όπως συνόψισε το δράμα ο Hölderlin
- από την παρουσίαση του βιβλίου Σοφοκλέους, Αντιγόνη, Ή σελίδες από την Αντιγόνη των Friedrich Hölderlinm, Søren Kierkegaard, Martin Heidegger, Αθήνα: 2017./ Mετάφραση - επιμέλεια: Συμεών Γρ. Σταμπουλού· πρόσβαση: 2019-06-10.
- ※ Η ΕΝΑΝΤΙΟΔΡΟΜΙΑ, για μεγάλη ορχήστρα (με ηλεκτρονική ενίσχυση στο πιάνο κασι τα κρουστά), αποτελεί το τελευταίο, ουσιαστικώς, ολοκληρωμένο έργο του Γιάννη Χρήστου […] Η λέξη «εναντιοδρομία», που χρησιμοποιείται ως τίτλος του έργου, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, σημαίνει τις αντιθετικές ατραπούς και ροές που είναι ταυτόσημες: αντίθεση και σύνθεση γίνονται ένα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- enantiodromia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναντιοδρομία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)