ενδομητρίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδομητρίτιδα < ενδομήτριο + επίθημα -ίτιδα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδομητρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) η φλεγμονή του ενδομητρίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδομητρίτιδα
|